σκελετολογία

σκελετολογία
η, Ν
ιατρ. τομέας τής ανατομικής που έχει ως αντικείμενο την έρευνα και τη μελέτη τών οστών και τών συνδέσμων τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκελετός + -λογία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκελετολογικός — ή, ό, Ν [σκελετολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκελετολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”